- καλοφτ(ε)ιάσιδος
- και καλοφκ(ε)ιάσιδος, -η, -ο1. αυτός που είναι ωραία και με επιμέλεια φτ(ε)ιασιδωμένος, αυτός που ψιμυθιώνεται καλά2. μτφ. αυτός που αποκρύπτει την πραγματική του υπόσταση, που εξαπατά, που πλαστογραφεί τον εαυτό του.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* (< επίρρ. καλά) + φτειασίδι].
Dictionary of Greek. 2013.